- ξεφύτρωμα
- τό1) прорастание, пускание ростков; 2) перен. внезапное, неожиданное появление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεφύτρωμα — το [ξεφυτρώνω] 1. φύτρωμα, η πρώτη βλάστηση φυτού ή σπόρου 2. απροσδόκητη εμφάνιση … Dictionary of Greek
ξεφύτρωμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του ξεφυτρώνω, το φύτρωμα. 2. μτφ., απρόοπτη εμφάνιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκφυση — η (AM ἔκφυσις) εκβλάστηση, ξεφύτρωμα, φύτρωμα αρχ. μσν. στον πληθ. παραφυάδες αρχ. 1. ανάπτυξη, μεγάλωμα φυτού 2. τρόπος αυξήσεως 3. πρόοδος («εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν», Πλάτ.) 4. εξόγκωμα 5. οστεώδης προεξοχή 6. βλαστός 7. στον πληθ. ρίζες … Dictionary of Greek
αποβλάστησις — ἀποβλάστησις, η (Α) η ανάπτυξη, το ξεφύτρωμα από κάτι … Dictionary of Greek